21/9/17

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου στην Αρκαδία. Με τη δύση του ήλιου τερματίστηκαν οι αγροτικές και οι οικοδομικές εργασίες. Τα θεμέλια μιας μικρής, ξύλινης αποθήκης με τα περισσότερα από τα υλικά που συλλέξαμε μόνοι μας, με τα χέρια μας, με τις οδηγίες και την πολύτιμη βοήθεια των φίλων μας: ξύλα, πέτρες, χόρτα, συρματόπλεγμα, αμμοχάλικο, λίγο τσιμέντο. 
Αύριο με τον Γιάννη και τον Μίρτσα θα στήσουμε την αποθήκη. Αύριο θα έχω το ιδανικό καταφύγιο για το χειμώνα. 
Αδημονώ να τη δω να στέκεται εκεί στην άκρη του κτήματος, ανάμεσα στη γέρικη μουριά και τη νεαρή μηλιά, με την πόρτα προς το Μαίναλο. Θα βάλω το ποδήλατο και τα εργαλεία μου, την κόσα, την τσάπα, το σκαλιστήρι, το φτυάρι, το καρότσι. Θα αποθηκεύσω τους καρπούς που συνέλεξα. Τα βάζα με τα φρούτα που έγιναν μαρμελάδα και κομπόστα. Σύκα, κορόμηλα, βατόμουρα, μούρα, αχλάδια, αλλά και πατάτες και καλαμπόκια, πιπεριές ξερές και όλων των ειδών φασόλια. Σε μερικές μέρες θα συλλέξω ρόδια και κυδώνια. Το Λύκαιο όρος είναι γεμάτο από κυδωνιές, κίτρινες, με λεία επιδερμίδα, μυρωδάτες και χυμώδεις.
Βιάζομαι και έχω αποκάνει από την κούραση. Η νύχτα ξεκίνησε. 

19/9/17

Στα καφενεία των νησιών

Τα καφενεία των νησιών. Οάσεις από τον καλοκαιρινό κάματο, τον λίβα και τα μελτέμια. Δροσερά και φιλόξενα. Το συναπάντημα των κατοίκων με τους ταξιδιώτες. Ανταλλάσσονται καλημέρες και φιλέματα. Ιδανικός τόπος για ανάγνωση και για μοναδικές γαστριμαργικές απολαύσεις: υποβρύχιο σε κρυστάλλινο νερό, παξιμάδια με λαδοελιές, τσίρος και ντομάτες ξερικές, σαλάτα.
Οι επισκέπτες, ρουφούν το τσίπουρο, το ούζο και τη ρακή όπως ρουφούν και το καλοκαίρι. Είναι μεταμορφωμένοι, με γυαλιά του ήλιου, ψάθινο καπέλο και σαγιονάρες, υπομονετικοί και ταυτόχρονα έτοιμοι για κάθε περιπέτεια -συναισθηματικού ή φυσιολατρικού τύπου.
Ακούν τις ιστορίες της γυναίκας του καφετζή για κήπος μυστικούς, όπου ανάμεσα στα αγριόχορτα βρίσκονται κρυμμένες οι ξερικές ντομάτες, για εγκαταλελειμμένους αγρούς με αμπελοφασουλιές και κολοκυθιές.
Στα κυκλαδίτικα νησιά οι βοσκοί-κτηνοτρόφοι φέρνουν τα τυριά τους και καμιά φορά τα πουλούν στους ταξιδιώτες. Ο καφετζής τα σερβίρει σε μικρά πιατάκια. Το τυρί συνοδεύεται από μικρές μπουκίτσες ψωμιού ή παξιμάδια. Η κατσικίσια γραβιέρα και το κεφαλοτύρι είναι κορυφαία. Το ξυνοτύρι είναι ιδανικό με μέλι, πάνω σε μικρά παξιμαδάκια με γλυκάνισο. Στην Ίο δοκίμασα το "σκοτύρι" που ωριμάζει μέσα σε ασκούς. Το γάλα αναμεμειγμένο με θρούμπι γαργαλάει τον ουρανίσκο, ενώ το πιπέρι της σάρκας του, εισχωρεί βαθιά στη μύτη, δημιουργώντας μια αιχμηρή -καθόλου μα καθόλου απαλή- επίγευση σε κάθε μπουκιά που διασχίζει τον ουρανίσκο.
Το θρούμπι είναι πολύτιμο μυρωδικό.
Θυμάμαι στις Σπέτσες με τις πρώτες βροχές, στις αρχές Σεπτεμβρίου, τότε που ολόκληρο το νησί ξυπνούσε, αξημέρωτα σχεδόν, από τις ντουφεκιές των κυνηγών, τρέχαμε όλα τα παιδιά για να μαζέψουμε θρούμπι ενώ οι γυναίκες, νοικοκυρές, υπηρέτριες, μαγείρισσες μάζευαν σαλιγκάρια. Πάνω στα κλαριά από θρούμπι βοσκούσαν για μερικές μέρες τα σαλιγκάρια, για να απορροφήσουν το άρωμά του.
Ένα καλοκαίρι διέσχισα ολόκληρη την Κύθνο συλλέγοντας θρούμπι για το χειμώνα. Φέτος συνέλεξα μπόλικο από τον Ταύγετο και τη Μάνη.Είναι πολύτιμο συστατικό. Το αγαπώ και το φροντίζω πολύ. Βρίσκεται πάντα στην κουζίνα μου μέσα σε ένα μεγάλο βάζο, που του αλλάζω το νερό τακτικά. Μπήγω το θρούμπι στην κοιλιά των μεγάλων ψαριών, μαζί με φέτες λεμόνι βουτηγμένες στο χοντρό αλάτι, πριν τα βάλω στο φούρνο για να ψηθούν. Κάθε φορά που η μητέρα του Γιώργου μας φιλεύει με κουνέλι από την Κρήτη, ρίχνω ανθάκια από θρούμπι λίγα λεπτά πριν ολοκληρωθεί το μαγείρεμα. Όταν το σερβίρω, όλοι σχολιάζουν το άρωμα, που εκλύει καθώς αναμειγνύεται με τη σπιρτάδα του merlot που το συντροφεύει στην κατσαρόλα.
Οι ελιές στα καφενεία, είναι πάντοτε τοπικής ποικιλίας. Ξερές, χονδρουλές θρούμπες και ψιλές, μικρές λαδοελιές βουτηγμένες στο λάδι, μοναδικός μεζές.
Κι όταν φεύγει το καλοκαίρι, λίγο πριν φτάσει το βαπόρι, κανείς ταξιδιώτης δεν παραλείπει να επισκεφθεί το καφενείο.
Όχι αντίο αλλά εις το επανιδείν.




16/9/17

Η γιαγιά μου, η Ινδιάνα και το μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ

Βρισκόμουν στα σπλάχνα του Μαινάλου. Τα πόδια μου βυθίζονταν μέχρι τα γόνατα στο χιόνι. Άσπρο, αστραφτερό, σαν την κόψη του μαχαιριού, που γλιστρούσε στην τούρτα των γεννεθλίων μου. Βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ στη λευκή σαντιγύ, καθώς τα σχιστά μάτια της γιαγιάς μου απέναντι, έλαμπαν και με μαγνήτιζαν. Έμοιαζε με Ινδιάνα. Βουτηγμένη στα μαύρα. Το τσεμπέρι της έχασκε λίγο και φαινόταν η χωρίστρα με τις δυο ασημένιες κοτσίδες δεξιά κι αριστερά. Μια παραφωνία στην πολυχρωμία της εορτής με το πολύχρωμο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα ταφταδένια φουστάνια των συνδαιτημόνων μας και τις γόβες στιλέτο της μητέρας μου.
Ένας μεγάλος κορμός από έλατο που είχε γείρει χαμηλά στο έδαφος. Άφησα για λίγο τα μπατόν και έσκυψα από κάτω του για να περάσω. Κατευθυνόμουν προς το ξέφωτο που είχε γύρω γύρω έλατα.
Τα γκι είχαν μπήξει τις ρίζες τους βαθιά μέσα στον κορμό τους.  Τα άσπρα ημιδιαφανή μπαλάκια τους είχαν ρουφήξει τους χυμούς του δέντρου κι έλαμπαν φουσκωμένα. Τράβηξα την πάνινη τσάντα μου μέσα από το σακίδιο και άρχισα να μαζεύω, αυτά που ήταν στα χαμηλά κλαριά. Η τσάντα μου γέμισε από γκι.
Βάδιζα νυχοπατώντας πάνω στις ανάγλυφες γιρλάντες της τούρτας. Παραμέρισα μερικά μεγάλα κομμάτια κομπόστα βερύκοκα και κατάφερα να φτάσω στην κορυφή. Μια αλπική καλύβα ανάμεσα σε δύο ελατάκια κι ένα ελάφι με άσπρες βούλες, όλα από χρωματισμένη ζάχαρη περίμεναν για να δοθούν για δώρα στις πιο στενές μου φίλες.
Ήθελα να προσφέρω τα κλωνάρια των γκι στη γιαγιά μου. Είχα διαβάσει ότι ο δρυίδης Πανοραμίξ τα χρησιμοποιούσε για να φτιάξει το μαγικό ποτό που έδινε δύναμη στον Οβελίξ και στον Αστερίξ.
Ήμουνα σίγουρη ότι η γιαγιά μου θα τα κατάφερνε. Θα είχε έτοιμο το μαγικό φίλτρο αύριο, λίγα λεπτά πριν από τη χειμερινή ισημερία.



15/9/17

Η πλούσια σοδειά

Νερό, νερό, βαθύ κυανό και ακρογιάλι με στρώματα από κροκάλες και άμμο, και μια ρεματιά με πικροδάφνες, καλαμιές, λυγαριές, χαρουπιές. Ελληνικό καλοκαίρι, μεταξύ Κορώνης και Μεθώνης... αγαπημένες καστρουπόλεις.
Γέμισα τα κοφίνια με σύκα και κορόμηλα. Συνέλεξα χαρούπια από την Φοινικούντα. Μάζεψα μετά μεγάλης προσοχής φραγκόσυκα από τους φράχτες ενός μεγάλου κτήματος λίγο πιο έξω από την Πύλο. 
Τα βατόμουρα, της ρεματιάς που έφτανε μέχρι τη θάλασσα, ήταν τα καλύτερα.
Κι ύστερα η κουζίνα του σπιτιού μου στο χωριό μοσχοβολούσε από τις μαρμελάδες. Πολύχρωμα βαζάκια ακουμπισμένα πάνω στο μάρμαρο, πολύτιμα υλικά για τις τάρτες, τις τούρτες και το πρόγευμα στη βεράντα.

"της Παναγίας" στις Σπέτσες


Μέρα εορτής, που συγκεντρωνόταν όλη η μεγάλη οικογένεια, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, την Αίγυπτο, την Αφρική, την Αθήνα, τις ανταριασμένες θάλασσες.  Πόσα καλοκαίρια, με συγγενείς και φίλους γευματίσαμε στο μεγάλο τραπέζι του κήπου, με το άσπρο αλέκιαστο λινό τραπεζομάντηλο και τα φοβερά πιάτα με τις μπλε τουλίπες της γιαγιάς μου, της Μυρσίνης. 
- Θα θυμάμαι πάντα το δίσκο με τις πασπαλισμένες από ζάχαρη χοντρές φλούδες των λεμονιών. Τα συλλέγαμε προσεκτικά γι' αυτό το σκοπό από το περιβόλι μας. 
- Θα θυμάμαι τους καρπούς από τα φρέσκα αμύγδαλα, που αγαπούσε ιδιαίτερα η θεία Άσπα από το Πορτ-Σάιντ. Σκαρφάλωνα στο δέντρο και τα έχωνα κατευθείαν στις μεγάλες τσέπες της  ποδιάς μου.
- Θα θυμάμαι πάντα τον αστακό, παραγγελία του παππού μου στον κυρ-Ηλία, από την Κοιλάδα. Χοχλάκιαζε και εμείς μικρά παιδιά, απολαμβάναμε το μαρτύριο του ζεματίσματός του, μέσα στον βαθύ τέντζερη, στη κουζίνα.
- Θα θυμάμαι πάντα τη γεύση του εκλεκτού λαδιού από το Κρανίδι, που μας έφερναν κάθε χρόνο οι συγγγενείς της Βαρβάρας.
- Θα θυμάμαι το παγωτό κρέμα με σιρόπι λεβάντας της γιαγιάς μου. Εκλεκτό επιδόρπιο.

Ο Ελαιοδεντρίτης και οι τσίχλες

Ο ίδιος δεν θυμόταν πόσο χρόνων είναι. Εδώ και χρόνια έμενε σ' ένα μικρό καλύβι στα Κυπαρισσιακά όρη. Αυτός και το άλογό του. Θα μπορούσε να κυνηγάει αγριόχοιρους, αφού ήξερε πολύ καλά τα περάσματά τους ή να θερίζει με την κόσα του στα χωράφια και τους κήπους.  Εδώ και χρόνια έκανε την ίδια δουλειά: Μάζευε μικροσκοπικά βλαστάρια αγριελιάς που φύτρωναν στις πλαγιές τού βουνού, τα έχωνε σε τενεκέδες, κουβάδες λογιών λογιών, κι όταν αυτά ανασταίνονταν, τα μπόλιαζε και τα πουλούσε στα παζάρια, ενώ τα πολύ μικρά και ασθενικά τα δώριζε στους φτωχούς μεροκαματιάρηδες. 
Όλοι τον γνώριζαν τον γέρο,  τον φώναζαν  "Ελαιοδεντρίτη". Κανείς δεν βασανιζόταν για να μάθει το πραγματικό του όνομα.
Ο Ελαιοδεντρίτης ασκούσε ένα επάγγελμα που απαιτούσε τέχνη, ιδιαίτερες ικανότητες και υπομονή.
Οι πλαγιές των ορέων ήταν γεμάτο αγριελιές, κουμαριές ,σχίνα, μύρτα, διάσπαρτες συκιές και μικροσκοπικούς αμπελώνες. Στα ριζά τους κυριαρχούσαν οι μεγάλοι ελαιώνες, φημισμένοι από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, για το λάδι τους -πρώτη ύλη- για τα σαπούνια εκλεκτής ποιότητας. Τα Κυπαρισσιακά όρη είναι ακόμη και τώρα ειδυλλιακός τόπος για τις τσίχλες. Τα πουλιά που κάθε χρόνο από τις αρχές του Οκτώβρη έρχονται κατά μεγάλα σμήνη στην Ελλάδα για να ξεχειμωνιάσουν ή περνούν για να καταλήξουν σε πιο θερμά κλίματα στην Αφρική.
Οι τσίχλες είναι λαίμαργες, καταπίνουν αμάσητες τις αγριελιές, και αφήνουν μέσω των περιττωμάτων τους  κουκούτσια. Κουκούτσια με φυσικό λίπασμα, υγρό χώμα, ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της αγριελιάς. 
Ο Ελαιοδεντρίτης γνώριζε πολύ καλά κάθε κλαδάκι, κάθε ψηλό θάμνο, που κούρνιαζαν οι τσίχλες στη δύση του ήλιου, στριμωγμένες η μια δίπλα στην άλλη, για να προστατευθούν από το κρύο κι από τα αγρίμια του βουνού -αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια. Εκεί τριγύρω, πάνω στο έδαφος ο Ελαιοδεντρίτης έβρισκε τις πιο πολλές κουτσουλιές, που ήταν ανακατεμένες με κουκούτσια. Κάποια από αυτά πετούσαν βλαστάρια.  Ακούραστος, σαν το ξωτικό όλο το χειμώνα, ανεβοκατέβαινε τις πλαγιές, πέρα δώθε,  παρακολουθώντας τις τσίχλες. 
Την άνοιξη άρχιζε η συλλογή των βλασταριών. Στο ντορβά του είχε κουρέλια από τα τσουβάλια της σταφίδας. Τα προμηθευόταν από τα Φιλιατρά. Οι ίδιες κινήσεις, η ίδια ιεροτελεστία. Έσκυβε στη γη, αργά προσεκτικά έσκαβε με τα ροζιασμένα χέρια του για να αποχωρίσει το κάθε βλαστάρι από τη μάνα-γη, στη συνέχεια το τύλιγε γύρω γύρω με το κουρέλι και τέλος το εναπόθετε ευλαβικά στο καλάθι.
Τα βλαστάρια αναπτύσσονταν,  μπολιάζονταν για να γίνουν ελιές στον υποτυπώδη αυλόγυρο του καλυβιού του.
Ένας φυσικός φράχτης από αγριοελιές προστάτευε το καλύβι του.
Στα παζάρια, ο Ελαιοδεντρίτης, είχε πάντα εκεί που καθόταν, μπροστά του, πάνω σε έναν αναποδογυρισμένο ντενεκέ ένα βαθύ τσαγκανισμένο πιάτο γεμάτο λάδι με τη στάμπα ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Οι καλοί πελάτες βουτούσαν το δείχτη του χεριού τους μέσα και στο λάδι και στη συνέχεια έφερναν το δάχτυλο στο στόμα τους και το πιπίλαγαν βουλιμικά. Όλοι, ανεξαιρέτως, ισχυρίζονταν ότι ήταν το εκλεκτότερο λάδι που είχαν δοκιμάσει. Κανείς, όμως, δεν ήξερε το μυστικό του:
λάδι, από τις αγριελιές του.
Με τα χέρια του και με τον ιδρώτα του μάζευε έναν έναν τους καρπούς της. Οι καρποί της αγριελιάς δεν πέφτουν ποτέ στο χώμα.