16/1/17

Από την κορυφή της Όχης στους Καλιανούς ή από τον Μινώταυρο στον Πάνα

Πάντα στο φαντασιακό μου ο δράκος ταυτιζόταν με τον Μινώταυρο. Από τα βιβλία του δημοτικού, τα αρχαία αγγεία, έως τους πίνακες του Σαγκάλ και του Πικάσο, ο δράκος ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Είχε κεφάλι ταύρου, τα ρουθούνια του έβγαζαν φωτιές και το σώμα του ήταν σαν του Μοχάμεντ Άλι.  Μόλις πλησίασα στις κατοικίες του,  νόμιζα ότι τον έβλεπα με απλωμένα χέρια να μας περιμένει μ' ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Τα δρακόσπιτα του όρους Όχη έχασκαν, γεμάτο από τις κοπριές του Μινώταυρου. Στις υποτυπώδεις εστίες τους, η φωτιά φαινόταν ότι είχε σβήσει εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Το σώμα μου, λες και γλιστρούσε αόρατο μέσα στο πέτρινο βασίλειό του. Κατάφερα να κατανικήσω την έλξη που ασκεί ο φόβος ενός τοπίου φορτισμένο από τους δράκους. Ο αέρας πάνω στην κορυφή απελευθέρωσε την αδρεναλίνη μου. Σήκωσα τα μπατόν ψηλά, κοίταξα προς τον ουρανό. Απαθανατίστηκα.
Οι κατηφόρες είναι πιο δύσκολες από τις ανηφόρες. Με κομμένη την ανάσα, πολύ προσεκτικά κατέβηκα από την κορυφή, γιατί η πλαγιά ήταν γεμάτο σάρες και διαρκώς κινδύνευα μήπως παραπατήσω.
Εισέβαλα κατευθείαν στην καρδιά της Όχης, όταν έφτασα στην είσοδο του φαραγγιού του Δημοσάρη. Το τοπίο ήταν καταπράσινο. Έπρεπε να διανύσω, δέκα χιλιόμετρα, για να φτάσω στην παραλία των Καλιανών, όπου εκβάλλει και το ρέμα του Δημοσάρη. Τα δέντρα ήταν αιωνόβια, είχαν μείνει ανέπαφα, πλάτανοι, καστανιές, άριες δάφνες. Από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα όσοι διάσχισαν το λιθόστρωτο μονοπάτι, που βρισκόταν στ' αριστερά του Δημοσάρη, πραματευτάδες, καραγωγείς, περιπατητές, φαίνεται ότι γητεύτηκαν από τη φύση και την άφησαν να θεριεύει ανενόχλητη. Αποτελούσε το μοναδικό ίσως πέρασμα του οικισμού των Καλλιανών προς την Κάρυστο, προς τον πολιτισμό. Το πράσινο ήταν πυκνό. Χωρίς σήμα στο κινητό τηλέφωνο, με παρέα τον Δημήτρη, κατέβαινα το φαράγγι. Τα γεράκια έγραφαν κύκλους ψηλά και οι κότσυφες πετούσαν από κλαρί σε κλαρί. Το δεξί γόνατό μου πονούσε ανυπόφορα. Ο Δημήτρης με παρότρυνε να δοκιμάσω να κάνω μπάνιο.  Έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα μέσα στο ποτάμι. Ήταν απολαυστικά, ανανεώθηκα από το κρύο νερό. Ο πόνος μ' εγκατέλειψε. Όταν προχώρησα άκουσα τις φωνές των υπολοίπων της ομάδας που διασκέδαζαν καθώς κολυμπούσαν στη Σκάλα Λενοσαίων με τους μικρούς καταρράκτες και τις φυσικές πισίνες. 
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, ήταν ντάλα μεσημέρι, όταν φάνηκε η θάλασσα.  
Θάλασσα-αρχαίες κολώνες-δράκοι-μινώταυροι-όροι-καταπράσινα-φαράγγια λιθόστρωτα- αρχαία μονοπάτια. Αυτή είναι η Ελλάδα μας.
Μόνο τον ήλιο συνέλεξα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου