30/7/15

Οι γευστικές ηδονές της Πρέβεζας


Η Νικόπολη, η ρωμαϊκή πόλη στην είσοδο της Πρέβεζας, για πολλά χρόνια τροφοδοτούσε το φαντασιακό μου σύμπαν. Οι παιδικές μνήμες μου συγχέονταν με τις ρωμαϊκές τριήρεις της ναυμαχίας του Ακτίου, τον αλλόφρονα έρωτα του Μάρκου Αντώνιου για την Κλεοπάτρα, τα κύμβαλα, τις άρπες και τις ρωμαίες πατρικίες.
Οι γευσιγνωστικές μου περιπέτειες στην περιοχή δεν μου άφηναν ποτέ παραπανίσιο χρόνο για περιηγήσεις. Η κουζίνα θαλασσινών της Πρέβεζας είναι ανυπέρβλητη. Ούτε ο Τζέιμς Μποντ, δεν στάθηκε ασυγκίνητος από τις γευστικές ηδονές της πόλης. Οι χυμώδεις γαρίδες της, στην κινηματογραφική ταινία "Για τα μάτια σου μόνο", αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα εδέσματα για τον κοσμοπολίτη πράκτορα με τα εκλεπτυσμένα γούστα.
Κάθε φορά που επισκέπτομαι την πόλη, αφήνω βιαστικά τη βαλίτσα στο λιτό δωμάτιο του ξενοδοχείου και χώνομαι στο κέντρο της πόλης, στα μικρά ταβερνεία, στα ουζάδικα και στα μεζεδοπωλεία. Ακολουθώ πάντα την ίδια ιεροτελεστία, διαλέγω τραπέζι και κατευθύνομαι με θράσος προς το μαγειρείο. Χάνομαι μέσα στα σύννεφα του καπνού και στους θορύβους από τα τσοκανίσματα των πιατικών, που συσσωρεύονται στο νεροχύτη και πάνω στους πάγκους.
Παρατηρώ τον ιδρώτα που αυλακώνει το μέτωπο της μεσόκοπης γυναίκας, που ρίχνει  σε νερό που κοχλάζει -αρωματισμένο με δαφνόφυλλα- τις ραντισμένες με ξύδι μικροσκοπικές γαριδούλες. Προσπαθώ να μαντέψω το είδος των αλευρωμένων ψαριών που χρυσίζουν στο μαντεμένιο τηγάνι. Εκεί, τσουρουφλίζονται όλων των ειδών τα ψάρια που τρώγονται μαζί με το κόκαλο: σπάροι, γύλοι, πέρκες, χάνοι, γαύροι. Ερεθίζονται τα θηλίδια της γεύσης μου από τις γυαλιστερές και τα κυδώνια, που βυθίζονται στο άσπρο κρασί για να μαγειρευτούν. Και όταν προχωρώ προς το προαύλιο, τα πλοκάμια του χταποδιού στην αυτοσχέδια σχάρα μου θυμίζουν τη Μέδουσα, αδερφή του Μ. Αλέξανδρου. Σε μια πλαστική λεκάνη γεμάτη νερό οι σαρδέλες ασημιζουν. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έχω γευτεί αυτές τις καραμελωμένες μικρές σουπιές, με τα απόκρυφα ζουμιά που περιλούζουν τη σάρκα τους κάθε φορά που σχίζονται από το μαχαίρι μου.
Ύστερα από πολλά χρόνια, αργά το απόγευμα, πέρασα τα τείχη της Νικόπολης, και ακολούθησα το δυτικό μονοπάτι της πόλης, αυτό που οδηγεί στα παράλια του Αμβρακικού. Ξαφνιάστηκα, όταν πλησίασα: θρυμματισμένα όστρακα σαν κόκκοι άμμου δημιουργούσαν την πιο παράξενη παραλία που είχα δει ποτέ. Μάζεψα δυο τρεις χούφτες ως ενθύμιο της περιήγησής μου. Η βάρκα του Βαγγέλη, του ψαρά, που η μάνα του κατασκευάζει το πιο πικάντικο, το πιο βελούδινο στη γεύση αυγοτάραχο πλησίαζε. Θα πηγαίναμε σπίτι του, θα καθόμαστε στην αυλή, θα δοκιμάζαμε αυγοτάραχο νέας εσοδείας. Πάλι το ιώδιο θα έφτανε μέχρι τα μηνίγγια μου, πάλι το κεντρί της αρχαίας μέλισσας θα μούδιαζε τον ουρανίσκο μου.
Στο σακίδιό μου υπήρχε ένα μπουκάλι κεφαλονίτικης ρομπόλας, ιδανικός σύντροφος γι' αυτή την εκλεκτή λιχουδιά.




21/7/15

Η Αγία Μαρίνα των Σπετσών και της Αρκαδίας


Η Αγία Μαρίνα στις Σπέτσες
H Αγία Μαρίνα συνδέεται και με τις δύο πατρίδες μου. Στις Σπέτσες κολυμπούσα, έπαiζα, και ψάρευα στο λιμανάκι που βρίσκεται το εκκλησάκι της. Ντάλα μεσημέρι, ξεκινούσα για την Άγια Μαρίνα, όταν όλοι βρίσκονταν υπό την επήρεια της μεσημεριάτικης σιέστας, φορώντας το μαγιό μου από μέσα από το σορτς και το μπλουζάκι, και το άσπρο μου καπέλο από καραβόπανο.  Έπαιρνα το δρόμο της ενδοχώρας με την απόχη στο χέρι και το μπλε σακίδιο στην πλάτη, που είχε μέσα  τη χρωματιστή πετσέτα - δώρο του απορρυπαντικού Tibe, και μπόλικα κουτάκια και σακουλάκια. Κοντοστεκόμουν στις φουντωτές χαρουπιές και στις μυγδαλιές και παραφύλαγα για να πιάσω στο δίχτυ μου πεταλούδες κι ακρίδες. Παραμόνευα στις φραγκοσυκιές που ξεπετάγονταν από τα ερείπια  των σπιτιών που είχαν καεί στην Κατοχή, μήπως και περάσει καμιά χρυσόμυγα. Κάποτε-κάποτε κουβαλούσα μαζί μου ως λάφυρο κάποια χελώνα, η οποία πάντοτε τα κατάφερνε και ξέφευγε με μαγικό τρόπο από τον ψηλό μαντρότοιχο του σπιτιού μας. Όταν πια έφτανα στο εκκλησάκι, αργά το απόγευμα, βουτούσα και ξαναβουτούσα για να δροσιστώ στην παραλία. Κάποιες φορές ψάρευα κιόλας. 
Στα ταραγμένα χρόνια της εφηβείας μου δεν παρέλειπα σχεδόν ποτέ να ρίξω μια βουτιά, αργά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι από τις ντισκοτέκ του νησιού. Το τελευταίο καλοκαίρι των μαθητικών μου χρόνων ξενύχτησα στην παραλία της κουβεντιάζοντας με καμιά δεκαριά συμμαθήτριες.

Στα Περιβόλια Αρκαδίας, επισκέπτομαι το εκκλησάκι της στο κοιμητήριο κάθε φορά που θέλω να αναστοχαστώ στη μνήμη των γονιών μου. Αγναντεύω γύρω-γύρω τα ψηλά βουνά. Το βλέμμα μου πλανιέται από το Μαίναλο, στον λόφο της Καρύταινας κι' από εκεί στον Ταύγετο. 
Το πανηγύρι, που γινόταν κάθε χρόνο στη γιορτή της, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί ως παραδοσιακό. Πολύ λίγες φορές έτυχε να παρευρεθώ, καθώς δεν μου άρεσαν τα όργανα, ο τσάμικος και τα διαπεραστικά, επικριτικά βλέμματα των συγχωριανών. Στήνονταν τραπέζια γύρω από τον πλάτανο της πλατείας του χωριού, με γουρουνοπούλα, φέτα και ελιές. Οι άνδρες διασκέδαζαν σχηματίζοντας βουναλάκια από τις μπύρες που κατανάλωναν, ενώ οι γυναίκες χόρευαν και γλεντούσαν με "το παπάκι που πάει στην Ποταμιά". 

13/7/15

Στο αρχαίο ορυχείο της Μήλου

Μήλος. Το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο.
Αρχείο Τροφοσυλέκτη
Οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν ρυθμικά πάνω στη στέγη του  Lada-Niva, που σκαρφάλωνε σαν γερμανικό τανκ στις πλαγιές του απόκρημνου λόφου. Λίγα μέτρα από την έξοδο του Αδάμαντα κατευθυνθήκαμε προς τα Νύχια, την περιοχή του αρχαίου ορυχείου. Με τον Αντώνη, τον Μήλιο, οδηγό και ξεναγό, με τα μάτια του επισκέπτη εξερευνούσα το τοπίο. Από μακριά: υπήνεμο λιμάνι, σταχτιά φουσκωμένη θάλασσα, μικροί οικισμοί, φουντωμένες συκιές, ξερολιθιές, ένα καράβι έσχιζε στα δύο το θαλάσσιο πέρασμα, μικροί σιταρώνες που ανατρίχιαζαν από το αεράκι που έφερνε τη βροχή. Από κοντά: όλων των ειδών τα πετεινά του ουρανού πετάγονταν μέσα από τους θάμνους. Είδα κότσυφες, πολύχρωμα καρδερινάκια, φλώρους, αμπελοπούλια. Ο Αντώνης σάστισε καθώς μέτρησα πάνω από δέκα είδη χορταρικών και βοτάνων: χαμομήλι, φασκόμηλο, ανθισμένο θρούμπι, θυμάρι, πράσινοι μίσχοι ρίγανης, σπαθόχορτο, σχίνα, ραδίκια με δαντελωτά φύλα, αγριομάρουλα, μολόχες, ρύκια. 
Φτάσαμε στην κορυφή. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Πάτησα πάνω σ' ένα τάπητα από υγρές, μαύρες, στιλπνές πέτρες. Ήταν οψιδιανοί ή οψιανοί. Λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής για να κατασκευάζουν λεπίδια, αιχμές για τα βέλη τους, μαχαίρια. Έσφιξα την πέτρα μέσα στο χέρι μου, ήταν ζεστή, αιχμηρή, δεν θύμιζε καθόλου τη λειάδα από τα βότσαλα της θάλασσας. Ήταν φτιαγμένη από τη λάβα, που έβγαινε από τα έγκατα της γης, καθώς μούγκριζε και σειόταν η θάλασσα και οι άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν τρομαγμένοι από την έκρηξη του ηφαιστείου.
Στα ίχνη μιας ιστορίας που δεν είναι αδιατάραχη: αρχαία μονοπάτια, ακροπόλεις, οικισμοί, τείχη, ρωμαϊκό θέατρο, πρωτοχριστιανικές κατακόμβες. 
Η ιστορία της Μήλου είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, καθώς το νησί σύμφωνα με τον Θουκυδίδη δοκίμασε "το δίκαιο του ισχυροτέρου" κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και την ουτοπική επίκληση της ουδετερότητας. 





10/7/15

Για τον τόπο μου με αγάπη

Στο περιβόλι μου, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Σκάψατε; Οργώσατε; Σβαρνίσατε; Θερίσατε; Σπείρατε; Φυτέψατε; Έβγαλαν κάλους οι παλάμες σας από την κόσσα; Παίξατε με τις μικρές σταγόνες δροσιάς στα φύλλα της αχλαδιάς το πρωί; Είδατε τον πάγο να απομακρύνεται από τη χλόη καθώς ο ήλιος ψήλωνε; 
Σκύψατε χάμω μέχρι τη γη; Περιπλανηθήκατε σε λιβάδια; Γυρίσατε με το καλάθι φορτωμένο με ρίγανη και τσάι του βουνού; Σκαρφαλώσατε για να μαζέψετε τους καρπούς των δέντρων το φθινόπωρο; Χαρήκατε όταν είδατε τα πρώτα βλασταράκια να ξεπετάγονται τινάζοντας από πάνω τους το χώμα; Σκουπίσατε τον ιδρώτα από το μέτωπό σας καθώς έφτανε μέχρι την άκρη της μύτης σας; Βγάλατε τ' αγκάθια από τα πόδια σας και τα τριβόλια από τ' αυτιά του σκύλου σας; Ψάξατε για μυστικούς κήπους; Ανταμώσατε με τις πρώτες αγριοφράουλες την άνοιξη; Κατεβήκατε κάτω στο ποτάμι, να ψαρέψετε; Ακούσατε τα γαργαριστά κουαξ-κουάξ των βατράχων; Σεβαστήκατε τα απεγνωσμένα τιτιβίσματα από τα κοτσύφια το βράδυ; Είδατε την πέρδικα με τα περδικόπουλα στο έρημο μονοπάτι; Ρουφήξατε τις τελευταίες αχτιδες του ήλιου στη δύση; Καλοσωρίσατε τα πρώτα χελιδόνια την άνοιξη; 

...Κι' ήρθε η απόλαυση το βράδυ, με το ευλογημένο νερό, καθώς κυλούσε στο γυμνό σώμα μου.
 Έλουσα τα μαλλιά μου για να φύγουν τα ξερόχορτα και έτριψα τα δάχτυλα των ποδιών μου δυνατά για να αποχωριστώ το αγαπημένο μου χώμα.

8/7/15

Το κόκκινο των μούρων και του οριενταλισμού

Αρχές καλοκαιριού περιπλανηθήκαμε στην Αρκαδία. Στρίψαμε προς την Τεγέα, κατεβήκαμε από το χωριό Κάνδαλος στη λίμνη Τάκα. Ο καιρός αμφίβολος, περνούσε από το λιόκαμα στη συννεφιά και η αχλή στην απέναντι όχθη της λίμνης, τόνιζε την υπερκοσμικότητα του τοπίου. 
Μούρα σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, ροζ, κόκκινο-παλ, κόκκινο-ροδί, κόκκινο πορφυρό, κόκκινο βαθύ του συκωτιού. Το κόκκινο του οριενταλισμού, το κόκκινο της λεκάνης της Μεσογείου κυριαρχούσε. 
Θυμήθηκα το κόκκινο του Πάμπλο Πικάσσο. 
Θυμήθηκα τις γυναίκες με τα βαμμένα χείλη του Ντελακρουά, καθώς έφερνα τα μούρα στα χείλη μου. Θυμήθηκα τις κυρίες της Κάσμπας του Πιερ Λοτί και τα πορφυρά πέπλα τους, . 
Θυμήθηκα τον Ιβίσκο που στεφάνωνε το αυτί της κοπέλας στον πίνακα του Γκογκέν. 
Θυμήθηκα τα ρόδα στους τοίχους του οθωμανικού σπιτιού στη Ξάνθη.
Η υγρασία ήταν αποπνιχτική. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού ανάμεσα στις μηλιές και στις κερασιές. Φτάσαμε στην Τεγέα. 

Τα καλύβια της υπαίθρου: το ύστατο καταφύγιο

Εδώ και αιώνες τα καλύβια αποτελούν το καταφύγιο για τους κατοίκους της υπαίθρου. Όχι μόνο για τους ιδιοκτήτες τους, αλλά και για τους πλάνητες-διαβάτες, τους κυνηγημένους και τους νομάδες που ζητούσαν μια σκέπη να βάλουν το κεφάλι τους από κάτω και να ξαποστάσουν.
Το καλύβι μας, όπως είναι σήμερα, φωτ. Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Το δικό μας το καλύβι κτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η οικογένειά μου εγκατέλειψε τη ζωή του νομάδα-κτηνοτρόφου και την εποχική διαδρομή από τις πλαγιές του όρους Μαίναλου προς τις Μεσσηνιακές ακτές, για να εγκατασταθεί στην εύφορη πεδιάδα της Μεγαλόπολης. 
Το σπίτι μας, που καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό την πρώτη Σεπτεμβρίου 1966, κτίστηκε μεταγενέστερα, στα 1907, με τα λίγα χρήματα που έφερε ο παππούς μου από την Αμερική. 
Το καλύβι είναι χαμηλό κτίσμα, έχει παραλληλόγραμμο σχήμα, με εμβαδό 64 τ.μ., και πέτρινη επιφάνεια και πλίθινους τοίχους.
Η κατασκευή των πλιθρών, που γινόταν το καλοκαίρι, ήταν αφορμή για γλέντια και χαρές στο χωριό. Για να ανακατευτεί ομοιογενώς η λάσπη με τ' άχυρα, οι άντρες του χωριού, πατούσαν πάνω στη λάσπη με τα γυμνά πόδια τους χαριτολογώντας ή τραγουδώντας ρυθμικά. Στη συνέχεια το μίγμα κοβόταν σε μικρά κομμάτια και ξεραινόταν στον ήλιο.
Το καλύβι άντεξε στο σεισμό αλλά και στην πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2007, γιατί οι πλίθρες αποτελούν ένα εξαιρετικά ανθεκτικό υλικό και έχουν επίσης, υψηλή θερμομονωτική ικανότητα. Το καλύβι είναι  δροσερό στους φοβερούς καύσωνες της πεδιάδας το καλοκαίρι.
Το καλύβι μας χωρίζεται μ' ένα τοιχείο στη μέση. Το ένα μέρος χρησίμευε ως αχεριώνας, για να αποθηκεύει η οικογένεια τ' άχυρα -τις καλαμιές από το σιτάρι- με τα οποία διατρέφονταν τα ζώα, ενώ στο άλλο άφηναν τα ζώα, πρόβατα κυρίως.
Το παράθυρο στο καλύβι μας. Αρχείο Τροφοσυλλέκτης
Οι αγρότες αγαπούν και προστατεύουν τα ζώα τους για να επιβιώσουν οι ίδιοι, γιατί όπως λένε: "καλύτερα να του πεθάνει του φτωχού η γυναίκα, παρά να του ψοφήσει το βόδι"
Τα παράθυρα του καλυβιού, δεν είχαν τζάμια και ήταν πολύ μικρά για δυο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί δεν διέθεταν οι άνθρωποι περίσσια χρήματα για μαραγκό και δεύτερον, για να μην μπαίνουν μέσα λύκοι, αλεπούδες και κουνάβια. Αντίθετα η πόρτα είναι πλατιά και χαμηλή για να μην πληγώνονται τα ζώα, οι έγκυες προβατίνες καθώς μπαίνουν και βγαίνουν από εκεί.
Τα παράθυρα και η πόρτα στηρίζονταν γύρω γύρω σε μάρμαρα, τα οποία βρίσκονταν σε αφθονία, λόγω της γειτονικής αρχαίας πόλης των Αιμωνιών.
Το καλύβι σήμερα, που χρησιμεύει ως αποθήκη, θα αποκατασταθεί πλήρως, για να στεγάσει τα εργαλεία και τα προϊόντα της γης που συλλέγει με περίσσια αγάπη και φροντίδα ο τροφοσυλλέκτης.
Σκέφτομαι με ανακούφιση, στους σημερινούς καιρούς της κρίσης, ότι τουλάχιστον δεν ανήκω στους "καυσοκαλυβίτες".
Το καλύβι το δικό μου στέκει όρθιο και δεν έχει καεί.