13/4/15

Σε βάθος χρόνων




Τίποτα δεν εξαφανίζεται, όλα εξακολουθούν να υπάρχουν σε βάθος χρόνων εντός του περιβάλλοντος χώρου του κάθε αγροτόσπιτου.
Κάθε άνοιξη, καθώς παρατηρώ τα χορτάρια που  μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ πλησιάζουν και πνίγουν το μικρό μου σπίτι στο χωριό, ανα-συνθέτω, καθώς ανα-στοχάζομαι, την ιστορία του.
Οι βατσινιές επιμένουν να βγαίνουν κάτω από τα λιθάρια και να ακολουθούν το περίγραμμα του παλιού δίπατου σπιτιού μας, που γκρεμίστηκε από τους σεισμούς. 
Ο μαρμάρινος κύλινδρος, που πάνω του πάταγε ο παππούς για ν' ανέβει στο άλογο, πνιγμένος από τον κισσό  αντιστέκεται στο χρόνο. Έχει μεταφερθεί εδώ και κάμποσους αιώνες πριν από το χωράφι που σπέρναμε βρώμη, εκεί που βρισκόταν η αρχαία νεκρόπολη, οι  Αιμωνιές.
Η μυλόπετρα για το άλεσμα της ελιάς, τμήμα αρχαίας κολόνας είναι χωμένη στη ρίζα της αχλαδιάς, μπροστά στο νέο αντισεισμικό σπίτι μας και λίγα βήματα πιο πέρα, το πιθάρι του λαδιού, εξακολουθεί να αντιστέκεται στο χρόνο. Ο πατέρας μου έλεγε ότι χρονολογείται πριν να πατήσει ο Κολοκοτρώνης στα χωριά μας.
Τα δέντρα έχουν μείνει στη θέση που ήταν. Τα φυλοβόλα, η αχλαδιά και η βερυκκοκιά είναι μπροστά στα παράθυρα για ν΄αφήνουν τον ήλιο τον χειμώνα και να χαρίζουν δροσιά με το φύλλωμά τους το καλοκαίρι. Οι μηλιές είναι πίσω, δεν έχουμε ακόμα συλλέξει τους καρπούς από τα νέα δέντρα, τα παλιά κάηκαν στις φωτιές του 2007. Η καρυδιά δεσπόζει στον πίσω  χώρο, στην είσοδο του λαχανόκηπου. Οι μουριές κατά μήκος του οικοπέδου και του χωραφιού θέτουν τα όρια για τους ξένους, τους εν δυνάμει καταπατητές. Θεωρείται ασέβεια να κοπεί δέντρο που αποτελεί όριο του χωραφιού, του σπιτιού σου.
Οι κουφοξηλιές έχουν μεγαλώσει, τις αφήνω, για να θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη γιάτρισσα που από τους κατάμαυρους καρπούς τους έκανε ματζούνια και καταπότια, για να θεραπεύει τον πονόλαιμο και τις αμυγδαλές. Γύριζε τα χωριά με τα σύνεργά της, μικρά γυάλινα βαζάκια με μπαρούτι και καρπούς κουφοξυλιάς, κρατώντας στο χέρι ένα-δυο ξερόκλαδα με αιχμηρές άκριες. Εκεί στις άκριες η γιαγιά έβαζε το μπαρούτι και πασάλειβε με αυτό τα λαιμά των ασθενών της.
Ο γέρικος πλάτανος στέκει αγέρωχος, πίσω,  εκεί που το ποτάμι χαράζει τα δυτικά όρια του οικοπέδου μας. Λίγες δεκαετίες πριν έρχονταν αηδόνια και κελαηδούσαν.
Τώρα τον Απρίλη και τον Μάη ακούμε τα φωνές των βατράχων που ερωτοτροπούν.








Αντικρίζοντας τον Ταύγετο και τ' Αμπελάκια

Επιτέλους ξαναβρέθηκα ύστερα από πολύ καιρό στα αρκαδικά λιβάδια. Eπιτέλους ξανάρχισα να γράφω. Λες κι' οι αισθήσεις, η έμπνευση έχουν ανάγκη από τον αέρα της εξοχής. Ξεκινάω με το σκύλο μου, την Κλειώ, το κυνήγι της τροφής. 
Αναζωογονήθηκα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά αντικρίζοντας τις χιονισμένες κορφές του Ταϋγέτου, καθώς βάδιζα στην ύπαιθρο.
Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι και οι καμπάνες του επιτάφιου ηχούσαν στα γύρω χωριά. Απ' την κορυφή του λόφου φαίνονταν τ' Αμπελάκια. Γυάλιζε το μοναστήρι μέσα στον καταπράσινο ελαιώνα. Οι καλόγριες το λένε και το ξαναλένε, διηγούνται το θάμα: Όταν έπιασαν οι μεγάλες φωτιές, το 2007, προσεύχονταν και παρακαλούσαν θερμά τον Ύψιστο να σταματήσει τη θεομηνία. Πράγματι η φωτιά έγλειψε τους πρόποδες του βουνού και σταμάτησε εκεί που αρχίζει η ανηφόρα για το μοναστήρι. 
Πήρα από ψηλά το δρόμο, ανάμεσα στα λιβάδια για να κατέβω στο ποτάμι. Ήθελα να οσμιστώ τα σινάπια, τις καυκαλήθρες και τα μυρώνια. Ήθελα να γευτώ την πληθώρα των ραδικιών κατά μήκος του ρυακιού. Η Θοδώρα, η  φιλενάδα μου, πιστεύει ότι τα χόρτα πριν τα βάλεις στο καλάθι πρέπει να τα οσμιστείς και να τ' ακουμπήσεις στα χείλη σου, για να καταλάβεις αν πικρίζουν ή αν πιπερίζουν. Βρισκόμαστε στα μέσα του Απρίλη και τα χόρτα είναι ακόμα τραγανιστά, γεμάτο χυμούς από τις πολλές βροχές. Οι βρούβες είναι μπουμπουκιασμένες, δεν έχουν πετάξει ακόμα το κίτρινο λουλούδι τους. Απίστευτο χορταρικό το σινάπι με την πικάντικη και γεμάτη στιφάδα γεύση του, τρώγεται ολόκληρο, ο μίσχος, τα φύλλα και τα λουλούδια του.
Δεξιά μου ένα μικρό παρτέρι από κατακόκκινες ανεμώνες αντιστεκόταν σθεναρά στον βοριά. Στάθηκα και το φωτογράφησα. Κατόπιν έβγαλα τα σακουλάκια μου και το μαχαιράκι μου και ξεκίνησα το μάζεμα των χόρτων. Βρούβες, ραδίκια, σταμναγκάθια των ποταμών για τη σαλάτα. Τα σπαράγγια γύρω από τις ελιές ήταν ανέγγιχτα, τα έκοψα με προσοχή. 
Όσο πλησίαζα στο ποτάμι, τόσο περισσότερο έχωνε τα ρουθούνια της η Κλειώ μέσα στους θάμνους και στην άμμο. Παρατήρησα τις μεγάλες πατημασιές. Σίγουρα τα ξημερώματα θα 'χαν ξαποστάσει στις όχθες του τ' αγριογούρουνα. Μάζεψα λίγα καταπράσινα βλαστάρια θυμαριού.
 Ένα αυτοκίνητο κορνάριζε μέσ' τη σιγαλιά, έστρεψα το βλέμμα μου προς κει. Το αυτοκίνητο του μοναδικού ιερέα της περιοχής ανέβαινε αγκομαχώντας την ανηφόρα. Έπρεπε κάθε χωριό με τη σειρά του να βγάλει τον επιτάφιο στο προαύλιο κι αυτός έτρεχε από επιτάφιο σε επιτάφιο. Οι άνθρωποι τον περίμεναν με ανυπομονησία για να ψάλλουν τον νυμφίο που έρχεται... 
Πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Το τραπέζι της Μεγάλης Παρασκευής ήταν απέριττο: πατάτες ψητές με κλωναράκια θυμάρι, τυλιγμένες στη λαδόκολλα, βρούβες βραστές με λάδι και λεμόνι, σαλάτα σταμναγκάθι και σπαράγγια στο φούρνο.