29/10/15

Στους μανιταρώνες των αγριόχοιρων

Η χθεσινή νύχτα στο αρκαδικό οροπέδιο ήταν περίεργη. Ο βοριάς αγκομαχούσε καθώς καταβρόχθιζε ένα-ένα τα φύλλα της βερυκοκιάς μας και το φεγγάρι με τις σκιές του σχεδίαζε μάγισσες και φωτιές στις κουρτίνες. Απέναντι το κάστρο της Καρύταινας δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Καλός οιωνός για την ημέρα που θα επακολουθούσε. Η νύχτα ήταν σιωπηλή, ούτε αλυχτίσματα σκυλιών, ούτε κλάμματα τσακαλιών.
Το πρωί ο πάγος είχε καλύψει όλο το κτήμα.
 Ξυπνήσαμε, κάναμε καφέ, φορτώσαμε τα σακίδιά μας και αναχωρήσαμε για το Λύκαιο όρος. Τέλη Οκτώβρη και οι κυδωνιές εξακολουθούσαν να βαραίνουν από τα κυδώνια. Οι ροδιές ήταν γεμάτες ρόδια. Σταματήσαμε για καρύδια, δεν βρήκαμε τίποτα. Ρωτήσαμε στο μπακαλικάκι του μικρού χωριού. "Ήρθαν οι Ιταλοί και μας τα πήραν όλα -καρύδια και κάστανα, μεγάλα, μικρά, φορτώσαν και φύγανε, δώσανε καλές τιμές", μας δήλωσε η παχουλή ξανθιά με τα βαμένα μεγάλα νύχια, πωλήτρια. Προχωρήσαμε προς τον Άγιο Σύλλα, σταματήσαμε λίγο πιο πάνω.  Εκεί στις πλαγιές, με τους αιωνόβιους δρυς. Βρήκαμε τους μανιταρώνες. Μανιτάρια όλων των ειδών, πορτοκαλί καμπανάκια, καφέ-πλατιά σαν ταψιά, άσπρα σκληρά, άσπρα μαλακά, καφέ πιτσιλωτά, μανιτάρια σαν αυτά που μάζευε η Χιονάτη, μανιτάρια μαύρα. Χωθήκαμε βαθιά στο βουνό, θέλαμε να φθάσουμε μέχρι τις όχθες του Αλφειού. Καθώς η Κλειώ πλησίαζε τους μεγάλους θάμνους, τρόμαζε με τα γαυγίσματά της τους κότσυφες κι αυτοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους. Η Κλειώ προχωρούσε με την μουσούδα της κολλημένη στο έδαφος, κάποια στιγμή άρχισε με μια απίστευτη ευδαιμονία να κυλιέται στη λάσπη. Ήθελε να καμουφλαριστεί, να απορροφήσει τη μυρωδιά τους.
Ναι, είχε περάσει το  κοπάδι.
Το δάσος  ανάστατο από τις πατημασιές των αγριόχοιρων. Είχαν ξυστει στους κορμούς των δρυών -το αγαπημένο τους παιχνίδι και γλεντούσαν για τα καλά, καθώς πλησίαζε η πανσέληνος. Τα βελανίδια σωρός, κείτονταν στο χώμα. Τα μανιτάρια μισοφαγωμένα, τσαλαπωτημένα, ανακατεμένα με χώμα.
Όλο το βράδυ έσκαβαν για μανιτάρια. Ρημάξανε τους μανιταρώνες.
Εκλεκτός μεζές!

25/10/15

Τα φθινοπωρινά σχοίνα στο Δελφίνι της Σύρου

Τα σχοίνα στο Δελφίνι, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν στο Δελφίνι της Σύρου. Είχα αποκοιμηθεί σε μια από τις ξαπλώστρες που είχαν ξεμείνει στην παραλία. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ανάλαφρες, σχηματίζοντας κρυστάλλους στο σώμα μου. Ο αέρας μοσχοβολούσε από το κελυφωτό θυμάρι, που ήταν άφθονο στο βουνό.  Άφησα το πεσκίρι μου να πέσει στην άμμο και κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Αργά-αργά βυθιζόμουν στο κρύο νερό. Ήμουν αποφασισμένη να κολυμπήσω. Ο ήλιος από απέναντι μού χάριζε πλουσιοπάροχα τις τελευταίες του ακτίνες. Αυτό το ταξίδι στη Σύρο ήταν η πραγματοποίηση ενός ενδόμυχου πόθου: "Όταν γυρίζουν όλοι από τις διακοπές εγώ θα ξεκινώ για να μην επανέλθω ποτέ στη βάση μου".
 Χαιρόμουν το απογευματινό μπάνιο στη θάλασσα.
Το Δελφίνι της Σύρου, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
 Ήταν σχεδόν χαράματα όταν έφτασα στο νησί. Τα καφενεία στην Ερμούπολη ήταν κλειστά. Όλα κυλούσαν με αργούς ρυθμούς. Ρούφηξα τον καφέ μου, έφαγα μέχρι και τα τελευταία ψίχουλα από το κουλούρι μου και κατευθύνθηκα προς το μαγαζί με την καταπράσινη ταμπέλα "Rent a car". Νοίκιασα το πρώτο αυτοκίνητο που μου δώσανε, δεν μπήκα καν στον κόπο να ελέγξω φρένα, μπαταρία, ταχύτητες κι έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Το μεσημέρι κατέληξα στο Δελφίνι. Περπάτησα ξυπόλητη στην άμμο,  τα κρίνα βρίσκονταν ακόμη στην εποχή της ανθοφορίας τους. Το υπαίθριο μπαράκι ήταν κλειστό. Οι πολύχρωμες γλάστρες με τους κάκτους είχαν μείνει πάνω στα ξύλινα τραπεζάκια. Προφανώς ο ιδιοκτήτης προσδοκούσε να τις βρει εκεί άθικτες με τα φυτά μεγαλωμένα όταν θα γυρνούσε για να ξεκαλοκαιριάσει ως εργαζόμενος στην παραλία.
Οι λιγοστοί λουόμενοι ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την παραλία και εγώ άρχιζα να αισθάνομαι το κρύο. Βγήκα έξω, έριξα το πεσκίρι στους ώμους μου και ξεκίνησα την αναζήτηση.
Κατευθύνθηκα προς την κλειστή ταβέρνα, όπου πριν από αρκετά χρόνια, όταν δεν υπήρχε ακόμη δρόμος και πηγαίναμε με σκάφος για να κολυμπήσουμε, με έκπληξη ανακάλυψα ότι ανάμεσα στους συνδαιτημόνες μας ήταν μια πανέμορφη ξανθιά με ψάθινο καπέλλο: η Κατρίν Ντενέβ. Εισέβαλα στον περίβολο. Έδρεψα τους κατακόκκινους καρπούς των σχοίνων. Πιστεύω ότι είναι το πιο εκλεκτό καρύκευμα για τα ψητά ψάρια. Κάθε χρόνο τους συλλέγω και τους τακτοποιώ στο γυάλινο μεγάλο βάζο στο ράφι της κουζίνας. Μου αρέσει να παρατηρώ αυτούς τους κατακκόκινους -σχεδον ρουμπινί- κόκκους, που μου θυμίζουν τα ολόγυμνα βουνά που γλύφουν τις παραλίες. Υπάρχουν άφθονα σχοίνα στις Κυκλάδες. Οι κάτοικοι δεν τα χρησιμοποιούν στη μαγειρική, λένε πώς "μόνο τα κατσίκια τα τρώνε". Σίγουρα σε αυτά οφείλεται η νοστιμιά τους.