26/1/13

Πείνα και Αφθονία στην Ευρώπη

Η φίλη Άννα Αραμπατζή, ερευνήτρια της ιστορίας της διατροφής, πριν από αρκετό καιρό, μου υπέδειξε το βιβλίο του Massimo Montanari, Πείνα και Αφθονία στην Ευρώπη, σε εξαιρετική μετάφραση της Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό κατανόησα πλήρως ότι εμείς οι κάτοικοι της Γηραιάς Ηπείρου, της Ευρώπης, εκτός από διχόνοιες, συγκρούσεις, διαιρέσεις, εσωτερικές αντιφάσεις έχουμε μια κοινή ιστορική παράδοση στη διατροφή που εκτείνεται από τον Ηρόδοτο και φθάνει μέχρι σήμερα. Σήμερα που η εξασφάλιση του καθημερινού άρτου έγινε πάλι μια περίπλοκη υπόθεση με επίκεντρο τις κοινωνικές ανισότητες. Από την υπερκατανάλωση πολλοί συμπολίτες μας πέρασαν το κατώφλι της πείνας, εμπειρία προ πολλού ξεχασμένη, που συνδέεται με τον πόλεμο και την Κατοχή, αναζητώντας τη χόρταση μέσα από τις παραδοσιακές διαδικασίες των συσσιτίων και την αλληλεγγύη των κατοίκων της πολυκατοικίας, των φίλων και των συγγενών.
O Massimo Montanari, συγγραφέας του βιβλίου, διατρέχει την ιστορία της διατροφής στην Ευρώπη, μελετώντας την κυριαρχία του ψωμιού, την επικράτηση του κρέατος,  συνδέοντας το χοιρινό και τα παστά με την αυτοκατανάλωση, το μοσχάρι με τους μεγάλους περιφραγμένους βοσκότοπους, τις αλλαγές στα γούστα και στις προτιμήσεις, ανασύροντας στην επιφάνεια τον κοινωνικό ρόλο και τις ταξικές διαφορές που επικρατούσαν στην ευρωπαϊκή κουζίνα.
Από την εποχή του Μεσαίωνα με το στίγμα της ανθρωποφαγίας κατά τη σιτοδεία, με το ψωμί που ήταν ανακατεμένο με αγριόχορτα, ο συγγραφέας μας μεταφέρει στην Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης με τα τραπέζια που ακολουθούσαν πλέον μια συγκεκριμένη τελετουργία, ανάλογα με την περίσταση, που στολίζονταν με τους φασιανούς, τα ελάφια, τους λαγούς και τα κουφέτα, που στα σαλόνια καταβρόχθιζαν τις σταφίδες και έπιναν την καυτή σοκολάτα.
Πριν από λίγα χρόνια θα διατυπώναμε την άποψη ότι η διατροφή έσπασε το φράγμα των κοινωνικών περιορισμών και των τάξεων με το fast food, τα ανατολίτικα εστιατόρια και τη μεσογειακή κουζίνα. Σήμερα, καθώς η κρίση βαθαίνει, οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο ευτραφείς από τα φθηνά λίπη, τα ζυμαρικά και το άσπρο ρύζι.
Η υγιεινή διατροφή αποτελεί πλέον το τελευταίο προπύργιο της αστικής τάξης.
Τελικά ο Roland Barthes είχε δίκιο όταν μιλούσε για την ψυχοκοινωνιολογία της διατροφής, και την κεντρική θέση της για την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης

1/1/13

Από το σημειωματάριό μου: Ρουσβάναγα ή Περιβόλια Αρκαδίας


Σήμερα, Πρωτοχρονιά, θα γράψω για τον τόπο καταγωγής μου. Μια μικρή κουκκίδα στο χάρτη είναι το χωριό μου, στην καρδιά του Μωριά, στην Αρκαδία. 
Βρήκα εξαιρετικά ελκυστικό να ακολουθήσω την ιστορία του μέσα από γραπτές πηγές, έστω και αν αυτές αφήνουν μεγάλα ιστορικά κενά στα ενδιάμεσα. Αρχαίοι χρόνοι, Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία, νεότεροι χρόνοι.
Ήταν μια μικρή πολίχνη που λεγόταν Αιμονιές, όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας, ο Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος των ρωμαϊκών χρόνων, κατά την περιήγησή του στην Αρκαδία. Λέγεται ότι πήρε το όνομά της από τον Αίμονα ή Εύμονα που ήταν ο γιος του Λυκάονα, του πρώτου μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας.Τα ίχνη των Αιμονιών βρίσκονται στο βόρειο μέρος του χωριού, όπου εδώ και μερικά χρόνια έγιναν σωστικές ανασκαφές.
Από τα αρχεία της Βενετίας, που διαθέτουν πλουσιότατες πληροφορίες για την Πελοπόννησο στα χρόνια της Βενετοκρατίας (1685-1715), έχουμε μια μοναδική, πλήρη και συστηματική απογραφή του πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε το 1700, γνωστή και ως απογραφή Grimani. Το χωριό αναφέρεται στην απογραφή ως "Rusvan Aga" και ανήκει στην επαρχία της Καρύταινας. Στο χωριό κατοικούν 9 οικογένειες, οι οποίες αποτελούνται από 35 άτομα συνολικά. Υπάρχουν 11 νεαρά άτομα ηλικίας έως 16 ετών, 6 αγόρια και 5 κορίτσια και 7 ηλικιωμένοι, 3 άνδρες και 4 γυναίκες που είναι πάνω από 60 ετών.
Το χωριό απεικονίζεται με το όνομα "Ρουσβάναγα" σε όλες τις απογραφές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ανήκει στην Επαρχία της Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας: το 1849 έχει 202 κατοίκους, το 1851 έχει 224 κατοίκους, το 1861 έχει 311 κατοίκους και το 1879 οι κάτοικοι φθάνουν τους 420. Βλέπουμε ότι ο πληθυσμός του αυξάνεται συστηματικά.
Μετά τη σταφιδική κρίση, από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, οι κάτοικοί του δεν μπορούν πια να πάρουν το δρόμο μέσα από τα βουνά της Αρκαδίας που οδηγεί στη Βόρεια Πελοπόννησο, το Αίγιο και την Πάτρα για να αναζητήσουν εργασία ως εποχιακοί εργάτες-αγρότες και να εξασφαλίσουν χρήματα. Μπουλούκια φεύγουν ομαδικά, εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη, τον καθημερινό εφιάλτη των τοκογλύφων, παίρνουν το γνώριμο δρόμο για την Πάτρα όχι για να δουλέψουν, αλλά για να πάρουν το ατμόπλοιο που θα τους οδηγήσει στη γη της Επαγγελίας, στην Αμερική.
Όταν πήγα για πρώτη φορά στη Ν. Υόρκη, πήρα το βαποράκι για το Έλις Άιλαντ, για να ανακαλύψω το οδοιπορικό τους. Ερεύνησα στ’ αρχεία και βρήκα. Κατέγραψα το δρομολόγιο του παππού μου, έτσι όπως εμφανίζεται από τη λίστα του καταλόγου των μεταναστών που έμεναν για λίγες μέρες στο Έλις Άιλαντ: Λεωνίδας Τσόπελας. Αποβιβάστηκε από το πλοίο Pretoria, στο Έλις Άιλαντ της Ν. Υόρκης στις 16/4/1900. Ήταν 24 ετών, εγγράμματος, δηλώθηκε «εργάτης». Πήγαινε στο Lowel της Μασαχουσέτης, να συναντήσει τον ξάδερφό του και για να δουλέψει στα κλωστοϋφαντουργεία της πόλης. Στις τσέπες του είχε μόνο 15 σεντς. «Θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ φτωχός», σχολίασε ο αρχειονόμος όταν είδε τα έγγραφα. Σαν τον παππού μου ήταν και πολλοί άλλοι … Άλλοι παρέμειναν, άλλοι δούλεψαν για λίγο και γύρισαν πίσω… οι οικογένειες σκορπίστηκαν…
Στις 20/9/1926, κοινοποιείται δημόσια από την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το νέο όνομα του χωριού μου. Το χωριό μου από «Ρουσβάναγα» μετονομάζεται επί το ελληνικότερον σε «Περιβόλια».
Το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο οδήγησε πολλούς συντοπίτες στις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού αλλά και στην Αθήνα. Ο πληθυσμός του χωριού εξακολουθεί να αιμορραγεί για πολλά χρόνια.
Ο σεισμός του 1965, αλλοίωσε την εικόνα του χωριού. Τα περισσότερα πέτρινα σπίτια κατέρρευσαν, νέα σπίτια ξεφύτρωσαν ανάμεσα στα παλιά καλύβια.
Ευτυχώς ένα σπίτι απέναντι από την εκκλησία, στη μικρή πλατεία του χωριού, παρέμεινε. Πριν από λίγα χρόνια επισκευάστηκε, ομόρφηνε.
Το σπίτι αυτό έλαβε το όνομα «Αιμονιές» και λειτουργεί ως ταβέρνα-εστιατόριο-καφενείο-φιλόξενος χώρος, για τον περαστικό, τον διαβάτη, αλλά και για όλους εμάς τους ανθρώπους του χωριού, που θέλουμε να πιούμε ένα τσιπουράκι και να συζητήσουμε για όλα τα καθημερινά, τα ασήμαντα αλλά και τα σημαντικά που συμβαίνουν γύρω μας. Οι λιχουδιές του είναι εξαιρετικές. Ο εσωτερικός χώρος είναι υψηλής αισθητικής. Είναι πραγματικά πανέμορφος. Μας μεταφέρει στις τραττορίες της Τοσκάνης στην Ιταλία, αποδεικνύοντας ότι μπορούμε και ΕΜΕΙΣ να προσφέρουμε αισθητική σε συνδυασμό με φιλοξενία και γαστρονομία.