26/2/24

Λακτάριος ο εύγευστος


Αποφασίσαμε να ενδώσουμε στη γοητεία του γεναριάτικου κρύου στο Μαίναλο. Πήραμε το μονοπάτι από το Χρυσοβίτσι με προορισμό το Διάσελο Ναυαρίνου. Ο ουρανός, γεμάτος από βαρειά, αμετακίνητα σύννεφα και τα έλατα πυκνά, ούτε ένα πουλί δεν ακουγόταν. Αισθανόμουν ότι όλο και περισσότερο με απορροφούσε το τοπίο, σαν να μην μπορούσα να ξεφύγω από το βρύινο χώμα, σαν τα ρουθούνια μου να έχουν πλημμυρίσει από την οσφρητική πανδαισία του βουνού και το βλέμμα μου να αναζητά λίγο περισσότερο φως. Τα αγριογούρουνα είχαν επισκεφθεί το μονοπάτι πολύ πριν από εμάς. Είχαν σκάψει αναζητώντας τροφή: βολβούς, ρίζες και σκουλήκια. Είχαν ξυστεί στους κορμούς των δένδρων, είχαν στριφογυριστεί στις λούτσες και είχαν αφήσει τα ίχνη τους στο υγρό χώμα.
Και, ιδού τα μανιτάρια λαμπερά, φρέσκα, προκλητικά να ξεπροβάλλουν πάνω στο παχύ υγρό χαλί και στους πεσμένους κορμούς. Οι πολύχρονες υλοτομήσεις του βουνού έχουν διαμορφώσει το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των μανιταριών που εδώ και χρόνια το έδαφος καλύπτεται με κλαδάκια, βελόνες, και βρύα, από τις συχνές υλοτομήσεις. Σε χρώμα έντονο πορτοκαλί τα μανιτάρια "Λακτάριος" σχημάτιζαν ολόκληρες αποικίες. Έβγαλα το σακκούλι μου από το σακίδιο και άρχισα να συλλέγω. Δεν είχα προβλέψει ούτε καλάθι, ούτε πινελάκι για να τα καθαρίζω. Όταν γυρίσαμε στο χωριό, τα ξεπλύναμε με άφθονο νερό, τα στραγγίξαμε και τα γευτήκαμε. Τηγανιτά-πανέ και στο φούρνο με πρωτόλαδο, σκόρδο και μαυροδάφνη.




22/1/24

Ο Μαλόκεδρος, προς τις Πόρτες Αγράφων

 

Ξεκινήσαμε το πρωί από το καταφύγιο Ελατάκος (1.450μ.), που δημιουργήθηκε και συντηρείται από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Καρδίτσας (ΕΟΣΚ). Ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι σε ένα ξέφωτο, με μεγάλους ξύλινους πάγκους στον περίβολο και δυνατότητες διανυκτέρευσης. Ανηφορίσαμε στο βουνό με τελικό προορισμό την τοποθεσία "Πόρτες". Σταματήσαμε για να ξαποστάσουμε στην Περδικόβρυση με το λιγοστό νερό και τη μεγάλη ποτίστρα για τα ζωντανά. Γευθήκαμε τις αγριοφράουλες, απολαύσαμε τη θέα προς τη λίμνη του Μέγδοβα και το όρος Βουτσικάκι. Συνεχίσαμε ανατολικά διασχίζοντας τα λιβάδια με την αλπική βλάστηση. Το τοπίο γινόταν βραχώδες. Ένας μαλόκεδρος προσπαθούσε να ορθώσει το ανάστημά του ανάμεσα στα έλατα. Οι κανόνες της φύσης αποδεικνύονται αδυσώπητοι για όλα τα έμβια όντα, όχι μόνο για τους ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια στα Άγραφα δεν υπάρχουν πια μεγάλα κοπάδια, η κτηνοτροφία έχει σταματήσει, τα ζώα δεν βόσκουν στο βουνό. Ο έλατος αναπτύσσεται ταχύτατα, σε σχέση με τον μαλόκεδρο, έτσι τον περνάει στο ύψος, του κρύβει το φως, τον σκεπάζει και τον ξεραίνει. Ο μαλόκεδρος (Juniperus foetidissima) μετανάστευσε στην Ελλάδα από τον Λίβανο και είναι ένα από τα δώδεκα είδη κέδρων, που υπάρχουν στον κόσμο. 
Έβγαλα από το σακίδιό μου, το πάνινο σακκουλάκι μου και μάζεψα τους καρπούς του, τα κεδροκούκουτσα. Δεν παραλείπω ποτέ να τους συλλέγω, όπου κι αν συναντώ μαλόκεδρους, στον Πάρνωνα, στην Οίτη αλλά και στον Σχοινιά της Αττικής. 
Τους αποξηραίνω και τους χρησιμοποιώ μαζί με τους καρπούς των σχίνων για να μαρινάρω τα ψάρια. Επίσης, τα κεδροκούκουτσα χρησιμοποιούνται και στη μαρινάδα του αγριογούρουνου. Δίνουν ένα οξύ, ξεχωριστό άρωμα και γεύση που ταιριάζουν με τα ξερά βερύκοκα και δαμάσκηνα, έξοχα συνοδευτικά για το κρέας του κυνηγιού. Συνεχίσαμε την πορεία μας ανάμεσα σε βράχια για να φτάσουμε στην τοποθεσία "Πόρτα Αγράφων".
Αγναντεύσαμε πέρα μακριά την κορυφή του όρους Μπορλέρο.




16/11/23

Για τσάι του βουνού στη Σβόνη Αγράφων

Καταμεσήμερο στο κατακαλόκαιρο ξεκινήσαμε ο Γρηγόρης, η Δήμητρα κι εγώ.  Είχε προ πολλού περάσει η εορτή του Άι-Λια, τότε που σχεδόν όλοι ανεβαίνοντας στις κορυφές για να προσκυνήσουν μαζεύουν τσάι του βουνού. Καθώς σκαρφαλώναμε στις χορταριασμένες πλαγιές της Σβόνης το τσάι όλο και πλήθαινε. Αποικίες ολόκληρες από το βότανο ξεπρόβαλαν μέσα από τις σχισμές των μικρών αλλά αιχμηρών βράχων. Οι βλαστοί από τα σέπαλα άστραφταν στον ήλιο κι έμοιαζαν με αιχμές δόρατος. Τότε κατάλαβα γιατί το τσάι του βουνού ονομάζεται και σιδερίτης. Με είχε κυριεύσει η απληστία. Έκοβα προσεκτικά με το ψαλιδάκι μου τους μίσχους, για να μην εκριζωθούν τα φυτά και τους έβαζα στην πάνινη τσάντα μου. 
Όσο ανεβαίναμε  το βουνό γινόταν όλο και πιο απόκρημνο. Λίγα
βήματα πριν από την κορυφή κοίταξα προς τα κάτω, μπρος γκρεμός, παντού γκρεμός.  Αποκαμωμένη από την προσπάθεια και τον ήλιο τα γόνατά μου λύγισαν και βρήκα καταφύγιο στη στενή κοιλότητα ενός βράχου.  Άνοιξα το σακίδιο, είχα μόνο νερό, δεν είχα καραμέλες δεν είχα ξερά φρούτα, δεν είχα σοκολάτα, δεν είχα τίποτα τονωτικό. Αισθανόμουν ζαλάδα και φοβόμουν. Η Δήμητρα από δίπλα μου με παρακινούσε να σταθώ όρθια, για να μου περάσει ο πανικός. Τότε ξαφνικά ένα τσοπανόσκυλο άρχισε να σκαρφαλώνει, έφτασε κοντά μου και μ' αγκάλιασε. Έγλειφε τον ιδρώτα στο λαιμό μου. Σαν να μου έδινε φιλιά. Αυτό ήταν!  Σηκώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα για την κορυφή!
 
Το απόγευμα στον οντά άνοιξα το βοτανολογικό λεξικό και διάβασα: Τσάι του βουνού "Σιδερίτης". Η ονομασία του αποδίδεται στον Διοσκουρίδη ο οποίος θεωρεί ότι το φυτό επουλώνει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα, αλλά και στο γεγονός ότι διαθέτει άφθονο σίδηρο. Το τσάι του βουνού είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση των κρυολογημάτων, των αναπνευστικών προβλημάτων και του επίμονου βήχα, είναι τονωτικό, αποτοξινωτικό, σπασμολυτικό και στυπτικό. Έχει χαλαρωτική και αγχολυτική δράση. Βοηθάει στην πρόληψη του καταπολεμά τον καρκίνο, χάρη στις αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει.
          Τσάι του βουνού, λοιπόν, γιατί σε όλα κάνει καλό!








23/3/23

Εξορία είναι οι καρποί

Αρχίζω και νοσταλγώ. Εγκλεισμένη στη μικροσκοπική κουζίνα της πόλης μου. φορά που ανοίγω τη γυάλα με την κομπόστα δαμάσκηνα, αισθάνομαι σαν μετανάστρια στην πόλη μου. Σκέφτομαι τα διατεταγμένα ζεύγη και νοσταλγώ: Λίμνη Τάκα-κεράσια, Λύκαιο όρος-καρύδια, Αχλαδόκαμπος-ελιές, Πάρνωνας-κάστανα.

Κάθε φορά που ανοίγω το γυάλινο βάζο   με  τα δαμάσκηνα αισθάνομαι σαν   μετανάστρια στην πόλη μου. Σκέφτομαι τα διατεταγμένα ζεύγη και νοσταλγώ:

Λίμνη Τάκα-κεράσια, 

Λύκαιο όρος-καρύδια, 

Αχλαδόκαμπος-ελιές, 

Πάρνωνας-κάστανα.  

                                           Το σπίτι μου είναι οι δαμασκηνιές μου. 
                                 Αρχίζω να νοσταλγώ. 
                                           Εγκλεισμένη στη μικροσκοπική κουζίνα της     
                                           πόλης μου.

13/7/20

Ο Φαύνος - Τροφοσυλλέκτης

Σάββατο 11 Ιουλίου, στις παρυφές της Μίνθης. Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ήλιο και τον ιδρώτα.  Ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτός.  Κρυβόταν πίσω από τα φύλλα μιας αχλαδιάς, που είχε φυτρώσει στο χείλος του γκρεμού. 
Γυμνός, τριχωτός. Θεός; ημίθεος; 
Ο φαύνος. 
Μου χαμογέλασε στιγμιαία και με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια με απίστευτη θρασύτητα.  Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και άνοιξε την παλάμη του. 
Μικρά ολοστρόγγυλα πορτοκάλια. 
Μου τα πρόσφερε. 
Τα πήρα, βύθισα τα νύχια μου στη σάρκα τους και πλησίασα δυο βήματα προς το μέρος του. Η οξύτητά τους μούδιασε τα ρουθούνια μου. Τα έβαλα στο σακίδιο μου. 
Προσπεράσαμε τη Ζούρτσα, εκείνος με πιρουέτες, από δέντρο σε δέντρο. Μου έκοβε την ανάσα. Χαμογελούσε σαρδόνια. 
Ξεπεταγόταν πάντα ένα βήμα μπροστά μου, άλλοτε μ' ένα κλαδί φασκόμηλο κι άλλοτε ξεγελούσε την αγωνία μου με ανθισμένη βαλεριάνα. 
Φτάσαμε στη μεγάλη στάνη. Ρήμαξε τη μουριά. Κατάπινε με απληστία τους καρπούς της. Μου έδειξε τη βαμμένη παλάμη του. 
Ζήλεψα. Το κατάλαβε. Έβαλε δυο-τρία μούρα κατευθείαν στο στόμα μου.
Ξάπλωσε κάτω από της δάφνης τα φύλλα και περίμενε πότε θα ξεκινήσουμε πάλι μαζί. 
Φτάσαμε μέχρι τη "Ντουνά Βρύση" στην Παύλιτσα. Ήπια νερό και αποκοιμήθηκα. 
Τον ξανάδα στις Βάσσες. Ήταν προπομπός στα κατσίκια που κύκλωσαν τη σκηνή. Κρατούσε ρίγανη από του Επικούριου Απόλλωνα το ναό. 
"Η μεγάλη πεδιάδα είναι γεμάτη φρούτα. Ξεκινάμε". 
Στα περιβόλια της Τεγέας, μαζέψαμε βύσσινα και κεράσια. 
Ο Φαύνος-Τροφοσυλλέκτης μου χάρισε ένα CD με αμανέδες της Ανατολής κι εξαφανιστήκαμε από την οθόνη. 

2/10/19

Leontopodium alpinum ή edelweiss


Η παιδική μου ηλικία σημαδεύτηκε από την ταινία-μιούζικαλ "Η Μελωδία της Ευτυχίας". Ήξερα απέξω όλα τα τραγούδια. Τα ψιθύριζα μόνη μου καθώς στριφογύριζα φορώντας τις γόβες και το κολιέ με τις διαφανείς πέρλες της νονάς μου. Κάναμε αυτοσχέδια χορωδία και τα τραγουδούσαμε δυνατά με τα άλλα κορίτσια στην πεντάδα του σχολικού λεωφορείου, κάθε μεσημέρι, στο γυρισμό για το σπίτι. Έσερνα τη μητέρα μου σε κάθε θερινό σινεμά κι έβλεπα και ξανάβλεπα την ταινία. 

Επηρεασμένη από το αγαπημένο μου μιούζικαλ ονειρευόμουν να αγγίξω ένα edelweis.
Και συνέβη το 2017,
στις Ιουλιανές Άλπεις,στα 2.050 μέτρα. Ανεβαίναμε ψηλά στα βραχώδη όρη, σε στενό μονοπάτι. Ξεπνοημένη από την πορεία, κοιτάζοντας τον γκρεμό είδα τα αγαπημένα μου χνουδωτά, άοσμα λουλούδια, τα edelweiss. Το χρώμα τους ήταν άσπρο σαν τα δάκρυα της βασίλισσας του χιονιού, στα παραμύθια ή το χρώμα των πάγων την ώρα που φυσάει ο αέρας. 
Έκοψα μόνο ένα και το τοποθέτησα με προσοχή στις σελίδες από το σημειωματάριό μου.
Έφτασα στο καταφύγιο αργά. Έφαγα σούπα γκούλας με μια φέτα ψωμί.
...Το ξανθό γαλανομάτικο αγόρι φορούσε καρό πουκάμισο και καστόρινο σορτς με τιράντες όταν ανέβηκε στο βουνό για να συλλέξει edelweiss. Kατέβηκε τρέχοντας στο χωριό, προσέφερε το δυσεύρετο λουλούδι στην αγαπημένη του και της έκανε πρόταση γάμου. Μια ευγενής πράξη (edel) με το λευκό (weiss) της αγνότητας.  





21/9/17

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου στην Αρκαδία. Με τη δύση του ήλιου τερματίστηκαν οι αγροτικές και οι οικοδομικές εργασίες. Τα θεμέλια μιας μικρής, ξύλινης αποθήκης με τα περισσότερα από τα υλικά που συλλέξαμε μόνοι μας, με τα χέρια μας, με τις οδηγίες και την πολύτιμη βοήθεια των φίλων μας: ξύλα, πέτρες, χόρτα, συρματόπλεγμα, αμμοχάλικο, λίγο τσιμέντο. 
Αύριο με τον Γιάννη και τον Μίρτσα θα στήσουμε την αποθήκη. Αύριο θα έχω το ιδανικό καταφύγιο για το χειμώνα. 
Αδημονώ να τη δω να στέκεται εκεί στην άκρη του κτήματος, ανάμεσα στη γέρικη μουριά και τη νεαρή μηλιά, με την πόρτα προς το Μαίναλο. Θα βάλω το ποδήλατο και τα εργαλεία μου, την κόσα, την τσάπα, το σκαλιστήρι, το φτυάρι, το καρότσι. Θα αποθηκεύσω τους καρπούς που συνέλεξα. Τα βάζα με τα φρούτα που έγιναν μαρμελάδα και κομπόστα. Σύκα, κορόμηλα, βατόμουρα, μούρα, αχλάδια, αλλά και πατάτες και καλαμπόκια, πιπεριές ξερές και όλων των ειδών φασόλια. Σε μερικές μέρες θα συλλέξω ρόδια και κυδώνια. Το Λύκαιο όρος είναι γεμάτο από κυδωνιές, κίτρινες, με λεία επιδερμίδα, μυρωδάτες και χυμώδεις.
Βιάζομαι και έχω αποκάνει από την κούραση. Η νύχτα ξεκίνησε.